- κομουνισμός
- ο(λ. λατ.), πολιτικοκοινωνικό σύστημα που έχει ως βάση την κατάργηση της ιδιοκτησίας και της διαφοράς των τάξεων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… … Dictionary of Greek
αγροτικός κομουνισμός — Στοιχειώδης μορφή κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης που αντιστοιχεί στο αρχέγονο στάδιο της ανθρώπινης προϊστορίας, όταν η γη δεν ήταν ατομική αλλά ομαδική ιδιοκτησία της φυλής ή του γένους. Ο α.κ. είναι αποτέλεσμα της μετάβασης των λαών από… … Dictionary of Greek
αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
ιδιοκτησία — Όρος που αναφέρεται στην κυριότητα, το απόλυτο δικαίωμα στη χρήση και εκμετάλλευση ενός πράγματος. Η καταγωγή της έννοιας της ι. ανάγεται στην προϊστορική εποχή. Ως πηγή της πιθανολογείται η ενέργεια του ενστίκτου της άμυνας. Οι έρευνες των… … Dictionary of Greek
κομμουνισμός — Βλ. λ. κομουνισμός. * * * ο 1. θεωρία και οικονομικοκοινωνικό σύστημα που έχει ως βάση την κοινωνική ιδιοκτησία τών μέσων παραγωγής, την πλήρη κατάργηση τών κοινωνικών τάξεων και διακρίσεων και την εφαρμογή τής αρχής «από τον καθένα ανάλογα με… … Dictionary of Greek
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
Γουέμπ, Σίντνεϊ Τζέιμς — (Sidney James Webb, Λονδίνο 1859 – Λίπχουκ, Χαμσάιρ 1947). Άγγλος πολιτικός και διανοούμενος. Υπήρξε θερμός οπαδός των σοσιαλιστικών ιδεών καθώς και ένας από τους ιδρυτές της Φαβιανής Εταιρείας. Σε στενή συνεργασία με τη γυναίκα του Μπέατρις,… … Dictionary of Greek
Ένγκελς, Φρίντριχ — (Friedrich Engels, Μπάρμεν, Ρηνανία 1820 – Λονδίνο 1895). Γερμανός οικονομολόγος και φιλόσοφος. Υπήρξε, μαζί με τον Καρλ Μαρξ, ο εισηγητής του επιστημονικού σοσιαλισμού και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Γιος βιομηχάνου, εγκατέλειψε για… … Dictionary of Greek
Πιγιό, Ζαν Ζακ — (Pillot). Γάλλος επαναστάτης. Ιερέας στην αρχή, αποκήρυξε αργότερα τον καθολικισμό και αγωνίστηκε εναντίον των θρησκευτικών αντιλήψεων. Στα τέλη της δεκαετίας του 1830 ασκούσε το επάγγελμα του εμπειρικού γιατρού. Παράλληλα αναμείχθηκε στην… … Dictionary of Greek